- επινικελώνω
- επινικελώνω, επινικέλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επινικελώνω — καλύπτω μεταλλική επιφάνεια με στρώμα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νικελ ώνω (< νίκελ*)] … Dictionary of Greek
επινικελώνω — επινικέλωσα, επινικελώθηκα, επινικελωμένος, μτβ., επικαλύπτω μεταλλική επιφάνεια με λεπτό στρώμα από νικέλιο, νικελώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επινικέλωση — και επινικελίωση, η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επινικελώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επινικελίωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
νικελώνω — επικαλύπτω επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου με στρώμα νικελίου, επινικελώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. νικελῶ, όω, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νικελώνω — νικέλωσα, νικελώθηκα, νικελωμένος, καλύπτω κάτι με λεπτό στρώμα νικελίου, αλλ. επινικελώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)